δοκίς

δοκίς
(-ίδος) η см. δοκάρι[ον]

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Смотреть что такое "δοκίς" в других словарях:

  • δοκίς — plank fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • δοκίδα — δοκίς plank fem acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • δοκίδας — δοκίς plank fem acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • δοκίδες — δοκίς plank fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • δοκίδι — δοκίς plank fem dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • δοκίδος — δοκίς plank fem gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • δοκίδων — δοκίς plank fem gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • δοκίσι — δοκίς plank fem dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • δοκίσιν — δοκίς plank fem dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • διαδοκίδα — η (Α διαδοκίς) [δοκίς] η πλάγια δοκός στην οποία στηρίζονται οι άλλες, η τραβέρσα …   Dictionary of Greek

  • δοκίδα — η (AM δοκίς) [δοκός] μικρό δοκάρι νεοελλ. 1. γυμναστικό όργανο για αναρρίχηση 2. οριζόντιο ξύλινο κομμάτι που αποτελεί μέρος τού πλαισίου μιας ξύλινης κατασκευής ή υποστήριγμα σανιδώματος ή πλακόστρωτου 3. ξύλινο ή μεταλλικό στέλεχος, κάθετο προς …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»